- σφάζονται
- σφάζωslaypres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σφαγείο — το / σφαγεῑον, ΝΑ, και σφαγειό Ν [σφαγή] νεοελλ. 1. (στον εν. και στον πληθ.) στεγασμένος χώρος στον οποίο σφάζονται και προετοιμάζονται κατάλληλα τα ζώα που προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο 2. μτφ. α) ομαδική σφαγή ή, γενικά, εξόντωση … Dictionary of Greek
αιματοδόχος — ο (Μ αἱματοδόχος, ον, Ν και ματοδόχος, α, ο) αυτός που περιέχει, που δέχεται μέσα του αίμα ως ουσ. η σκάφη, στην οποία συγκεντρώνεται το αίμα τών χοίρων που σφάζονται, για να χρησιμοποιηθεί στην παρασκευή τής αιματιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + δόχος… … Dictionary of Greek
βουφόνος — βουφόνος, ον (Α) 1. αυτός που φονεύει βόδι για θυσία 2. φρ. «βουφόνοι θοῑναι» συμπόσιο για το οποίο σφάζονται βόδια 3. το αρσ. ως ουσ. ιερέας που λαμβάνει μέρος στην τελετή θυσίας βοδιού … Dictionary of Greek
μακελλειό — το (AM μακελλείον, Μ και μακελλειό) [μάκελλος] 1. περιφραγμένος τόπος, όπου σφάζονται τα ζώα, σφαγείο 2. κρεοπωλείο, χασάπικο 3. μαγειρείο νεοελλ. μσν. μτφ. μεγάλη σφαγή ανθρώπων, ομαδικοί φόνοι («έγινε μεγάλο μακελλειό») μσν. φρ. α. κάμνω… … Dictionary of Greek
μπόλια — η (Μ μπόλια) γυναικείο κάλυμμα τού κεφαλιού, μαντίλι, τσεμπέρι νεοελλ. 1. προσόψιο, πετσέτα 2. το επίπλοο τών ζώων που σφάζονται, αλλ. ξιγκιά, σκέπη, τσίπα μσν. ποδιά, ύφασμα που ζώνεται στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. imbolia] … Dictionary of Greek
πατσάς — Λέξη περσική, υποκοριστικό του πα (= ποδαράκι). Φαγητό που παρασκευάζεται από το στομάχι και τα πόδια προβάτου, γίδας, βοδιού ή χοίρου. Από παρερμηνεία π. λέγεται και το βραστό κρέας. Ο όρος π. συνηθίζεται στο αρσενικό, σε πολλές όμως περιοχές… … Dictionary of Greek
πολυκανής — ές, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σκοτώνει, που σφάζει πολλούς 2. φρ. «θυσίαι πολυκανεῖς» θυσίες, κατά τις οποίες σφάζονται πολλά ζώα («θυσίαι πολυκανεῖς βοτῶν ποιονόμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανής (< καίνω «σκοτώνω»), πρβλ. δορι… … Dictionary of Greek